- έχθω
- (I)ἔχθω (Α)1. μισώ, απεχθάνομαι, αισθάνομαι μίσος («οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί», Αισχύλ.)2. παθ. ἔχθομαιείμαι μισητός («καὶ ἐχθόμενός περ' Ἀθήνῃ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχθω είναι υστερογενές και σπάνιοσχηματίστηκε από το μέσο έχθομαι (< έχθος)].————————(II)ἔχθω (Α)επίρρ. επιγρ.1. έξω2. (με γεν.) εκτός αν.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σε -ω (πρβλ. άνω, κάτω, έξω) τ. τού επιρρ. εχθός].
Dictionary of Greek. 2013.